- εὐβριθής
- εὐβρῑθής, ές,A laden with fine yarn,
σπάθαι AP6.288.7
(Leon.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπάθαι AP6.288.7
(Leon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευβριθής — εὐβριθής, ές (Α) αυτός που έχει καλά νήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βριθής (< βρίθος), πρβλ. α βριθής, σιδηρο βριθής] … Dictionary of Greek
εὐβριθεῖς — εὐβριθής laden with fine masc/fem acc pl εὐβριθής laden with fine masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρίθος — βρῑθος, το (Α) βάρος, φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) εμβριθής, σιδηροβριθής αρχ. αβριθής, διαβριθής, επιβριθής, εριβριθής, ευβριθής, οπισθοβριθής, πυριβριθής, σαυροβριθής, στερνοβριθής, υπερβριθής, χθονοβριθής… … Dictionary of Greek